- ἱερωτεία
- ἱερ-ωτεία, [suff] ἱερ-ωτεύω,A = ἱερατ-, SIG1009.12, 1010.3 ([place name] Chalcedon), BCH44.251 (Boeotia, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερωτεία — ἱερωτεία και ἱερητεία, ἡ (Α) βλ. ιερατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερωτεύω. Ο τ. αντί ιερατεία*] … Dictionary of Greek